- κατακληρονομώ
- κατακληρονομῶ, -έω (AM)κληρονομώ εξ ολοκλήρου («ἐὰν ἐμπιστεύσῃς κατακληρονομήσεις αὐτήν», ΠΔ)αρχ.1. αφήνω ως κληρονομιά («κατακληρονομεῑν τοῑς υἱοῑς... τὰ ὑπάρχοντα», ΠΔ)2. μοιράζω με κλήρο3. καθιστώ κληρονόμο κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.